άταιρος

άταιρος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει το αντίστοιχό του, που δεν έχει το ταίρι του, μονός
2. αυτός που δεν έχει σύντροφο στη ζωή του
3. ασύγκριτος, απαράμιλλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”